- μυροβραχής
- μυροβραχής και μυροβρεχής, -ές (Α)(ιδίως για τα μαλλιά) αυτός που είναι βρεγμένος, αρωματισμένος με μύρο («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -βραχής / -βρεχής (< βρέχω)].
Dictionary of Greek. 2013.